φιλοζωία — φιλοζωίᾱ , φιλοζωία love of life fem nom/voc/acc dual φιλοζωίᾱ , φιλοζωία love of life fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζωίᾳ — φιλοζωίᾱͅ , φιλοζωία love of life fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζωία — η, ΝΜΑ [φιλόζωος (Ι)] 1. υπερβολική αγάπη για τη ζωή 2. συνεκδ. δειλία ή μαλθακότητα … Dictionary of Greek
φιλοζωίας — φιλοζωίᾱς , φιλοζωία love of life fem acc pl φιλοζωίᾱς , φιλοζωία love of life fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζωίαν — φιλοζωίᾱν , φιλοζωία love of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοζωίη — φιλοζωία love of life fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόζωος — (I) η, ο / φιλόζωος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη ζωή του αρχ. 1. δειλός ή μαλθακός 2. (για ασθενή) αυτός που ποθεί να ζήσει 3. (για φυτό) α) αειθαλής β) ανθεκτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόζωον η φιλοζωία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ζωος… … Dictionary of Greek